Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φυλλομετρώ 2) (

  • 1 просмотреть

    просмотреть 1) επιθεωρώ, εξετάζω·, \просмотреть книгу φυλλομετρώ 2) (пропустить) παραβλέπω, παραλείπω
    * * *
    1) επιθεωρώ, εξετάζω

    просмотре́ть кни́гу — φυλλομετρώ

    2) ( пропустить) παραβλέπω, παραλείπω

    Русско-греческий словарь > просмотреть

  • 2 листать

    листать
    несов ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > листать

  • 3 перелистать

    перелистать
    сов, перелистывать несов φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω.

    Русско-новогреческий словарь > перелистать

  • 4 проглядывать

    проглядыва||ть
    несов
    1. (просматривать) ρίχνω μιά ματιά/ φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω (перелистывать)·
    2. (показываться) προβάλλω, (δια)φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, διαγράφομαι:
    луна \проглядыватьла из-за туч ἡ σελήνη πρόβαλε μέσα ἀπό τά σύννεφα· \проглядыватьет солнце ὁ ήλιος βγαίνει, проглянуть сов см. проглядывать
    2. прогнать сов см. прогонять. прогнивать несов, прогнить сов прям., перен σαπίζω (αμετ.), σήπομαι:
    \проглядывать насквозь σαπίζω ἐντελώς.

    Русско-новогреческий словарь > проглядывать

  • 5 пролистать

    пролистать
    сов:
    \пролистать книгу φυλλομετρώ βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > пролистать

  • 6 просматривать

    просматривать
    несов
    1. ἐξετάζω, βλέπω, κοιτάζω κάτι:
    \просматривать фильм βλέπω ταινία· \просматривать книгу φυλλομετρώ, διαβάζω βιβλίο στά πεταχτά·
    2. (пропускать) δέν προσέχω, παραβλέπω.

    Русско-новогреческий словарь > просматривать

  • 7 листать

    ρ.δ. μ. ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ, φυλλολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > листать

  • 8 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 9 перелистать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелистанный, βρ: -тан, -а, -о
    ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ βιβλίο. || διαβάζω στα πεταχτά, επιπόλαια.

    Большой русско-греческий словарь > перелистать

См. также в других словарях:

  • φυλλομετρώ — φυλλομετράω / φυλλομετρώ, φυλλομέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυλλομετρώ — άω, Ν 1. ρίχνω γρήγορες ματιές στα φύλλα ενός βιβλίου, ξεφυλλίζω 2. διαβάζω βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • φυλλομετρώ — φυλλομέτρησα, φυλλομετρήθηκα, φυλλομετρημένος 1. μετρώ τα φύλλα βιβλίου. 2. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, το ξεφυλλίζω, το διαβάζω βιαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετροφυλλώ — άω φυλλομετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ αντιστροφήν τού φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές τού Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • αναφυλλίζω — (Μ ἀναφυλλίζω) συνέρχομαι από λιποθυμία νεοελλ. 1. βγάζω νέα φύλλα (κυρίως την άνοιξη) 2. φυλλομετρώ …   Dictionary of Greek

  • ξεφυλλίζω — 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού 2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλολογώ — φυλλολογῶ, έω, ΝΑ [φυλλολόγος] αφαιρώ φύλλα από κλαδί, ξεφυλλίζω νεοελλ. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, φυλλομετρώ …   Dictionary of Greek

  • φυλλομέτρημα — το, Ν 1. ξεφύλλισμα βιβλίου 2. βιαστικό, επιπόλαιο διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φυλλομέτρηση — η, Ν το φυλλομέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. φυλλομέτρησις, μαρτυρείται από το 1877 στον Κ. Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • χτυποκάρδι — και κτυποκάρδι, το, Ν καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών τής λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»