-
1 просмотреть
просмотреть 1) επιθεωρώ, εξετάζω·, \просмотреть книгу φυλλομετρώ 2) (пропустить) παραβλέπω, παραλείπω* * *1) επιθεωρώ, εξετάζωпросмотре́ть кни́гу — φυλλομετρώ
2) ( пропустить) παραβλέπω, παραλείπω -
2 листать
листатьнесов ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ βιβλίο. -
3 перелистать
перелистатьсов, перелистывать несов φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω. -
4 проглядывать
проглядыва||тьнесов1. (просматривать) ρίχνω μιά ματιά/ φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω (перелистывать)·2. (показываться) προβάλλω, (δια)φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, διαγράφομαι:луна \проглядыватьла из-за туч ἡ σελήνη πρόβαλε μέσα ἀπό τά σύννεφα· \проглядыватьет солнце ὁ ήλιος βγαίνει, проглянуть сов см. проглядывать2. прогнать сов см. прогонять. прогнивать несов, прогнить сов прям., перен σαπίζω (αμετ.), σήπομαι:\проглядывать насквозь σαπίζω ἐντελώς. -
5 пролистать
пролистатьсов:\пролистать книгу φυλλομετρώ βιβλίο. -
6 просматривать
просматриватьнесов1. ἐξετάζω, βλέπω, κοιτάζω κάτι:\просматривать фильм βλέπω ταινία· \просматривать книгу φυλλομετρώ, διαβάζω βιβλίο στά πεταχτά·2. (пропускать) δέν προσέχω, παραβλέπω. -
7 листать
ρ.δ. μ. ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ, φυλλολογώ. -
8 перевернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.4. αναστατώνω ψυχικά.εκφρ.перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.1. αναστρέφομαι, γυρίζω•перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.
|| ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.εκφρ.души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•-тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου). -
9 перелистать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелистанный, βρ: -тан, -а, -оξεφυλλίζω, φυλλομετρώ βιβλίο. || διαβάζω στα πεταχτά, επιπόλαια.
См. также в других словарях:
φυλλομετρώ — φυλλομετράω / φυλλομετρώ, φυλλομέτρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυλλομετρώ — άω, Ν 1. ρίχνω γρήγορες ματιές στα φύλλα ενός βιβλίου, ξεφυλλίζω 2. διαβάζω βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
φυλλομετρώ — φυλλομέτρησα, φυλλομετρήθηκα, φυλλομετρημένος 1. μετρώ τα φύλλα βιβλίου. 2. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, το ξεφυλλίζω, το διαβάζω βιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετροφυλλώ — άω φυλλομετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ αντιστροφήν τού φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές τού Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
αναφυλλίζω — (Μ ἀναφυλλίζω) συνέρχομαι από λιποθυμία νεοελλ. 1. βγάζω νέα φύλλα (κυρίως την άνοιξη) 2. φυλλομετρώ … Dictionary of Greek
ξεφυλλίζω — 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού 2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
φυλλολογώ — φυλλολογῶ, έω, ΝΑ [φυλλολόγος] αφαιρώ φύλλα από κλαδί, ξεφυλλίζω νεοελλ. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, φυλλομετρώ … Dictionary of Greek
φυλλομέτρημα — το, Ν 1. ξεφύλλισμα βιβλίου 2. βιαστικό, επιπόλαιο διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φυλλομέτρηση — η, Ν το φυλλομέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. φυλλομέτρησις, μαρτυρείται από το 1877 στον Κ. Σάθα] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
χτυποκάρδι — και κτυποκάρδι, το, Ν καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών τής λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)] … Dictionary of Greek